παραχαράχτης

παραχαράχτης
ο
θηλ. -τρια
1. ο κιβδηλοποιός.
2. μτφ., αυτός που διαστρέφει σκόπιμα την αλήθεια: Όσοι προσπαθούν να δυσχεράνουν την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι παραχαράχτες της θέλησης του λαού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”